Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Φυτεύγω Δεντρωώδω 6: Τοτέμενος.

Φυτεύγω Δεντρωώδω 6: Τοτέμενος.

Πρόλογος: Ο κύκλος αυτός δεν ήταν παρά η συνειδητοποίηση της ματαιότητας με βάση τις έννοιες της γνωριμίας και της εναλλαγής των εποχών. Το δύσκολο και βαρύ χειμώνα, μέσα στο πλήθος, είσαι ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων που περιπλανιέται άσκοπα. Την άνοιξη η περιπλάνησή σου σε έκανε άγνωστο μεταξύ γνωστών, σε κάποια παρέα, σε κάποιο τραπέζι όπου σε δέχτηκαν και αρχίζεις να κοινωνικοποιείσαι. Το καλοκαίρι η έντονη κοινωνικότητα που εξάσκησες σε έκανε να χαιρετάς όλον τον κόσμο εκεί όπου παραθερίζεις και να είσαι γνωστός μεταξύ γνωστών. Το φθινόπωρο η ματαιόδοξη βουλιμία σου για αναγνώριση σε έκανε διάσημο, φέροντας μαζί την υποχρέωση να παραβρίσκεσαι σε κοινωνικές εκδηλώσεις σε τόπους που δε γνωρίζεις, και έχεις γίνει γνωστός μεταξύ αγνώστων. Αυτοκαταστροφικός, όπως πάντα, επιλέγεις να εγκαταλείψεις αυτόν τον επιτυχημένο τρόπο ζωής, μεταναστεύοντας σε άλλον τόπο, μεταμφιεσμένος, με νέα ταυτότητα – έχει φτάσει και πάλι ο χειμώνας και είσαι πάλι άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Και όλα αυτά, ακόμα και σε τέσσερις μέρες.

Μέρα 0, βασικοί στόχοι και θεωρητικό υπόβαθρο: Ταξιδεύουμε προς αναζήτηση/ευχαρίστηση του μυθνικού μας Εβερεστγέτι στις οφθαλμαπάτητες και πολυκεραυνεξερεύνητες χώρες του αποχαυνοβόλου έρωτα. Ξεκινήσαμε σφυρίζοντας/πετυχαίνοντας τους 72 σκοπούς της καρπαθιασμένης καλυμνιότης μας. Βασίσαμε την οντολογία μας σε φυτικές/οπτικές είναις. Στο στάδιο της ώριμης παιδικότητας γίναμε αντιοιδιπόδειοι εξολοκληρομαμοθρεφτές. Κάθε σκέψη είναι μέρος ειρμού σφαιρικόκρικων φυσαλυσίδων.

Μέρα -1, προετοιμασίες, επισκόπηση: Εφοδιαστήκαμε με: παραχάρακα και ισχυρογνωμόνιο και χάρτες για προσαναματολισμό στην κάθε πιξσελίδα του Ιουλιοβερνοχώρου, ηλεκτρονικό βορειοευφροϊδικό ανιχνευσυνείδητο, αλερετουρμπάνι [εισιτήριο κεφαλιού που εξασφαλίζει τη βεβαιότητα/προστασία της επιστροφής από τον ήλιο, καλύτερο από το φεμμηνοπαυσίπονο προνυμφιακής αντηλικίας που λειτουργεί μόνο σε ορισμένους ανθρώπους] και μπορντινγκπασντεσπάνι [βασική ζύμη εισόδου σε αεροπλάνα-τούρτες] για το Μπαγκσλαντεσμπάνι [χώρα με οπορταμερικαρτουνικές παραλλαγές και ευκαιρίες του Μπολλυγούντι Γουντπάλλεν], πολλά ρούχα ράψαμε πάνω μας με χρήση αμφιεσόμετρου και βλασφημοδάτου εναλλακτικόσκινου πίσω από την παρ'αβάν-γκαρντ-αρόμπα για ν' ανταπαιξεγέλθουμε στις κακουχίες [μοιραστήκαμε την καμπινεζόν του δρος Καλιγκάρφιλντ]. Γενικότερη πενιχρηματοδότηση εξαιτίας της πλέον γενικότερης δρεπανηφορολογίας για την κατοχή ιστορικών ρωμαίων Γκατζετάκιτων.

Μέρα 1, μέρος 1, αποβίβαση: Κατά τη διάρκεια της πτήσης, ένας παρμπριζωμένος γάτος, επαναπανδρωμένος με ιεροσυνοδόστρωμα για τελεφερίκσα. Η αποβίβραση συνοδεύτηκε από ένα ντεσιμπελίριο αγοραβομβικών ψιθύρων [Παρατηρώντας / τις λεπτομέρειες της / βουβής ομίχλης], που δεν ήταν άλλα από τα αερολυμμένα μάγια. Η συλλογή όλων των βομβοστοιχείων σχημάτισε στο νου μας τη φράση-κλειδί: “Βλοσυωπηλός αντίλαλος χασμωδεέστερος θορερεβώδους ψιθύρου” [Φόβος σιωπής / ενδεχόμενης. Αλλιώς, / ραδιοφοβία]. Κανένα δίκτυο κινητής τηλεφωνίας δεν έπιανε εκεί – η μόνη διέξοδος επικοινωνίας με ό,τι αφήσαμε μπρος-πίσω ήταν τα ευθραυσήματα μορσελάνης.

Μέρα 1, μέρος 2, πρώτο μονοπάτι: Παραπεριπλανηθήκαμε εξαιτίας ορισμένων ξεθαρρισμένων τσαχπινακίδων, μα – πλανευτράπελο! – μας έδειξε το σωστό δρόμο ένας αμνησιοδίφης Σουάγγλος, εκλεντρικός περιηγητής με φυτογραφική μηχανή που ξεχνάει που πάει και πάει παντού. Υπήρχαν άφθονες τηλεοντικές ωροσειρές και επιλέξαμε μία, τυχαναγκαστικά. Ο δρόμος γεμάτος νεκροπωροφόρουμ και εικονοφόρα μηδέντρα, ολοσχαιρέκακτους, απομεικλωνάρια πολιτισμού και εξερράγες τρένου. Ένα μυστηριώδες βαγόνι-μελισσοκολατομείο. Ακόμα και αρχαίοι ζαρκάδοι πανακύκλησης. Μετρούσαμε τα χιλιόμετρα που διανύσαμε με βάση τους αποστασιοπυλώνες της δ.έ.η.σης. Βιδοβοσκοί με μεταλυκόσκυλα. Κοιμηθήκαμε ένα βράδυ σε σκηνή και θαμνόσακο. Άουτς, πολλές δακρίδες. Φυτοζωύφια είχαν περάσει τη δαντελόπορτα της σκηνής μας. Χειριστήκαμε τα τσιμπήματα με ταχυδακτχειρουργικά επεκτηνιατρίκ. Παραπονιόμασταν που η σκηνή δεν είχε πανοικτρόπτρα και τρώγαμε με χρυσημοχθηρική μικρομηρυκαστικοπάθεια.

Μέρα 2, η ανάβαση και οι ασθένειες: Παρανεβαίνοντας τους βελοσιραπτομηχανισμούς του(ς) όρους Απαραράτ οραματιζόμασταν επιθέσεις από κοραλιογενίτσαρους βελοςσ'εισπράκτορες του εγκυκλοπαιδομαζώματος, μα το μόνο που εκλαμβάναμε ήταν βραχόπτωση αφού οι μεγάλες προσδοκίες καταστροφής εμπνέουν τα κατολοίσθια. Κιργιζιστάθηκα πολύ μετά από τούτη την αναβρύχηση – σαν τιγρησενάρθηκα κιυγρησαισθάνθηκα – επίσης κόντεψα να μπουρδουκλωθογυρίσματα να κάνω, χουζουρεμβάζοντας στο υψηλό διψόμετρο. Έχυνα στο αυτί μου βιολι-μον-τσέλο μιας και η ακοή μου είχε επηρεαστεί επίσης, αν και προτιμώ γαργάρες με φρεσκόμυαλο που λένε πως κάνει καλ(κ)ονίτ παντού και πάντα. Δεύτερη στάση για αναϋπνοή [απαραίτητη ενστικτηνώδης συνήθεια του είδους μας που μας κάνει να αντιστεκόμαστε στη φωτογήρανση και στην εκλυπαρρύπανση – στα μεγάλα υψόμετρα συμπληρώνεται με ορχοιστρογόνα]. Θυμόμουν στίχους: “Αγκαλιασμένοι κοιμόμαστε μες στη σκηνή. / Είμαστε και οι δύο ξύπνιοι. / Και για να μην ξυπνήσουμε ο ένας τον άλλον, / κοιταζόμαστε με τις εσωτερικές άκρες των εξωτερικών ματιών μας / σε σχέση με τη θέση μας ως αγκαλιασμένοι. / Ξάγρυπνοι όλο το βράδυ / για να προστατεύουμε ο ένας τον άλλον, / το πρωί υποστηρίζουμε πως κοιμηθήκαμε τέλεια. / Πετύχαμε το σκοπό μας”.

Μέρα 3, ο βάλτος και τα ποδήλατα: Η επόμενη μέρα ήταν υγρή με κολυμπερπάτημα φορώντας πλατύπαλτα στον πλωτοπολτό της σπηλιάς με τους άπειρους πετρωμένους σταλα-σταλακτίστες. Η πιο ανόητη πράξη μας όλων των εποχών: η χρήση εκείνου του χωμάτινου αναδασωσίβιου εκεί μέσα. Συναντήσαμε παράξενα αμφίβια χρυσιανικά σταυρόποδα που κολυμπερπατούν στο βάλτο μαρκάροντας δεινοθησαυρούσματα φευγαλέα. Ίσως και τώρα να με σκιουρακούν να ροκανρολίζω τη δια-σταύρωση του χριστού με παραθρησκευτικό υβρίδιο, και μπορεί να τους ακούγεται χαρντροκοπιά. [Οι πειραματιστέστ της καραϋβριδικής επηρεάζουν το αποβέλασμα – θυμάστε τη Ντόλλυ; Μετά από κάποιο συγκεκριμένο αριθμό διασταυρώσεων υβριδίων και κλώουνων θα φτάσουμε ξανά στο γελωταρχετυπικοποιό επί μέρους παν]. Αρκετά χιλιόμετρα στο ελώδες ποτάμι της Τομασμοριακής Υδροβιουτοπολογίας, και σταματήσαμε για παραποταμίευση δυνάμεων. Έτυχε να συναντικαταστήσαμε τους ποδηλάτεξ της φατρίας των Οριγκάμι Μπέαρς [υπερπειθαρχημένοι ναυαγογνώστες και γευσισώστες επί δικύκλων, αφοσιωμένοι στους κύκλους της της γνώσης της σωτηρίας, της σωτηρίας της γνώσης, της ναυαγημένης γεύσης και του γευστικού ναυαγίου]. Φουσκοπονηριά εκ μέρους μας γι' αλισβρύση μαζί τους, αφού είχαν καθαρό νερό. Εις μάτην. Φάγαμε ψειρονεύρι από συνωμοταξοσκωληκοαιδοία φανερόφιδων με ακανθότυρο και πίναμε αλητόνειρο, αφού το νερό του ποταμού ήταν γεμάτο ακαρδαρσίες. Ονειρευόμουν θεομυστικοβούτυρο και φιγουρατσίζμπεργκερ. Αντ' αυτού αρκέστηκα στη λασπολατρεία και το ειδωλόλουτρο. Η συνάντηση με τους ποδηλάτεξ με έκανε να αναθεωρήσω για το σωματότυπό μου. Γαζελατίνα στη μέση για να κ(λ)άψω το λύπος, κι ας γκατζετμοιάζω την τύχη μου με το τζίποιες. Σε αυτό το σημείο του ταξιδιού, ο νοσταλγόρυθμος αυξάνει, μα η ανάμνηση του μελλοντικού στόχου αμπρακανταπραϋντική σε συνδυασμό με σκέψεις για μεγαλοστοματικό νυστεροφημέρωτα. Εκεί επίσης υπαινυχθημερεύσαμε τους εαυτούς μας με σκληρή ξεκούραση.

Μέρα 4, μέρος 1, η πόλη: Υπήρχαν αφθονερές ορεινές αλπόλεις μα ένας μακρινός ουρανοξειδωταψήστης μας έκανε τυχαναγκαστικά να επιλέξουμε μία. Βουτώντας στη δεύτερη ευτραπελπισίνα, βρεθήκαμε στα προκαταρκτικάστεια της Αγίας Σπαραγγούπολης [παλιά γνωστή ως Καλιγκάρφιλντγκραντ, πλέον γνωστή για την παραγωγή καλιγκαρφιλντισιού από χοντρές γάτες που βλέπουν παλιές ταινίες στην τηλεόραση που δε λειτουργεί πια επειδή δεν υπάρχει ρεύμα στην πόλη]. Οι υπερπολυπληθείς [ατυχήματα ελλείψει προφυλακτικόζης].κάτοικοι ανήκαν στη φυλή των Κοχλαζοχλαγωχαδέλφ, αναπολούντες στη συντηριπτική τους πλειοψηφία την πρώην Γκουγκλσκλαβία, άλλοτε σιχαμερέοντες της φιντελκατεστραμμένης φ'ειδωλολογίας. Φτάνοντας στο κέντρο, τζαμαρίας μαγδαλινίσματα. ραγής ματιάμ, γκολφθαλμαπάρτυ για τους φωτογραφικούς παρακμολάτρεις. Η κεντρική οδός γεμάτη διαφημίσεις τσιγάρων, “γκας στέισονς” και πτώματα καπνιστόρητων βενζιναδικοχαμένων. Ανάμεσά τους ένας μπεκροθάφτης κι ένας καντιλακναύτης να συνθέτουν παγερά προκαταντάρκτικά τραγούδια του ιαπωλικού φερετροπικού κύκλου για τους αποθρήσκοντες [Οι νεκροφόρες / κάντιλακ των καντηλιών / το λάδι καίνε]. Στο ακριβές κέντρο της πόλης ένα μεβγαλευφυιές μεβλεβητοστάσιο περιστρεφόμενων δερβισσογελάδων που χόρευαν το βυζ-αντίο του απογαλακτχριστού έδινε μια λύση στην έλλειψη της προφυλακτικόζης. Πολλές παλιές επιχειρήσεις έφεραν ταμπέλες που έγραφαν “Προπαπποφλοίωση μεταξοσκωλεικονοστασίων”, και σε μια παλιά εφημερίδα διαβάσαμε πως κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις άνοιξαν εξαρχής κλειστές, δίνοντας μια προαρχιεπισκόπηση του μέλλοντος. Η διατροφή μας με το ακανθότυρο λειτούργησε ώστε να αναδυθεί η εσωτερική μας ντετέκτιβ Κόρπους Γαϊα-δουράκανθα Κρίστι, οδηγώντας τα βήματά μας στο αποψινό μας κατάλυμα.

Μέρα 4, μέρος 2, ο πόλεμος: Μείναμε σε ένα κουτί/δωμάτιο πανδωρχείου γεμάτο σταυλοπόντικες ανάμεσα σε αντικρυστά σοβιέτ-α-τέτρις μπλίνγκντινγκ μπλοξ. Η ανάγνωση λειτούργησε ως μαγική τροφή: ο Μερλώ-Πόντικας Μεσμέρλιν. Για επιδόρπιο πήραμε Κανταδαΰφη τοιχοτρωκτικών που ήθελαν να μας φάνε το φαντασιακό μας κασέρι ως άλλοι Τυρανμπόνηροι Ρεξκάλιμπερ. Ήπιαμε πόλχυμο αναιμάμεικτο και κοιμηθήκαμε. Μας ξύπνησε η βουή του δυνατού αέρα και οι φωνές του πλήθους που αντιμαχόταν το πλήθος, αέρας, λιπγκλόξυγγας – αναρχίκ, ουπς – μαλοξυγγαστριμυθομανείς σε ακροδεξιώσεις μετά από καλέσματα στο προπαγανδιυλιστικό γερμαναράδιο της Μεσοπολεμούρια. Γουόρν-εμπρός-μαρς-μέλοου, βηματισμός και μάχη και ζάχαρη. Η γη είναι επιποδός. Το παιχνίδι είναι επιπεδόσφαιρο. Πυροκροτιτίβισμα προπραγματισμού. Η ιδεολογία των κατοίκων είναι τα ποδοσφυροδρεπανάκια που σου κόβουν τα πόδια. Δίμοιρος Πούτιν στο προσκύνιο. Περισσότερος καπνεπαναστατικόκκινος ντραγκονμπολσεβήχας που ακολουθείται από τον ιερό μετα-μόσχο που σταματάει θρησκειοχειρουργικά το βήχα της κατερζυγαριάς του κάθε μεροκαματιαριστοκράτη. Λαϊκόπρος-κίνημα-το(μο)γράφος. Στο έργο/παιχνίδι που εκτυλισσόταν μπροστά μας ενώ εμείς κρατούσαμε τα συναθηνακαιχειριστήρια, ένας Χαλκασκακαντερέντερος κομπαρσιβαρίστας τομαστοτρενάρει τον σουπερμαριολανδρισμό του, θεωρώντας την πράξη του ως μια θεραπεία για τη φιλοκτήτιδα β'. Διασπαράλληλη κβαντέκβαση του πολέμου της αποταμί-ευκλείδειας Γεωμετροίας. Υπήρχαν άπειρες εκδοχές του τέλους αυτής της φρενήρους μάχης, και τυχαναγκαστικά επιλέξαμε μία.

Μέρα 4, μέρος 3, ο αυτοσαρκαστικός τύπος: Ένας εξαιρετικός σε σχέση με τον κανόνα των Κοχλαζοχλαγωχαδέλφ τραγικός ήρωας της πόλης μάς έκανε μια μακβεκθαμβεκβαθέων εξομολόγηση/ενατένιση/ερμηνεία στεκούμενος τεχνικολόρθος. Φορούσε το ασπρομαυριδέραιο και συχνά έτρωγε τα νύχια του. Ήταν ένας ακριβωός ανδρολογοποιός που κατασκεύαζε αιστύσεις βιαγκριβείας, ενώ ο πατέρας του ήταν ένας φορολογοτεχνικός συντηρητικός γεροξεκονσερβοκούτης. Ήταν εύνουχς απονευνοημένος. Πρόλαβα να ηχογραφήσω αυτό το μέρος της εξομολόγησής του: “[...] είμαι κατά του αυτοσαρκασμού, αρχικά ήμουν πολύ αυτοσαρκαστικός, μέχρι που είδα πως στον περίγυρό μου ο αυτοσαρκασμός μου γύρισε εναντίον μου, από ένα σημείο και μετά όλοι οι φίλοι μου ξεκίνησαν να με χλευάζουν για την καράφλα και το πάχος μου σε εκνευριστικό βαθμό, αφότου όμως εγώ τους είχα δώσει το θάρρος όντας αυτοσαρκαστικός για αυτά τα θέματα. Παρόλα αυτά η γενικότερη αγάπη μου για τον αυτοσαρκασμό παρέμεινε, έτσι, έχοντας αυτήν την ιστορία πρόσφατη, περιέκλεια και ταυτοχρόνως ξεπερνούσα τα τετριμμένα αυτοσαρκαστικά αστειάκια για τη φαλάκρα και το πάχος, αυτοσαρκαζόμενος για τον ανεπιτυχή αυτοσαρκασμό-μπούμερανγκ. Στη συνέχεια όμως ενθουσιάστηκα τόσο με την ιδέα αυτή της (μετα-, αν θέλετε) αυτοαναφορικής αυτοσαρκαστικότητας, τόσο που τη βαρέθηκα ταυτόχρονα. Αποφάσισα να μισήσω οριστικά τη συνειδητή αυτοσαρκαστική πράξη, ν' αρχίσω σιγά-σιγά να το βουλώνω, και να αρχίσω να τρώω τα νύχια μου και τα κάθε λογής πετσάκια, έγινα αυτοσαρκοφάγος, και έτσι πέρασα στον αυτοβγαλτοσκασμό μου, στον όρκο σιωπής που μόλις έσπασα”. Ξεσπασξεσκεπάστηκε [Ο Ζήνων πετά / τα μπούμερανγκ που φεύγουν / ανεπιστρεπτί]. Η αντιφασκονταφτοψυχανάλυσή του οδήγησε στη φαυλότητα της πορείας μας και μάς έδωσε την ευκαιρία να καταλάβουμε τα λάθη μας και την τωρινή μας θέση. Η σιγουριά μας για τη βεβαιότητα θέσης αντικαταστάθηκε από τη βεβαιότητα για σίγουρο αποπροσανατολισμό. Η στάση μας σε αυτήν την πόλη μάς έκανε να νοιώσουμε γεννητριήρις σε ηλεκτρικυμία, ένα καρδιοχτυποβρύχιο σε ωκεανό από επι-ταχίνι. Αραιοπαγιδευτήκαμε σε έναν ολοφθόγγυλο ανήφμπορο, λόγω κορεσμένης έλλειψης ισχνοστοιχείων. Στραβοκακάποια κλεφτερόλεπτα που μ'έμνοιαζαν σαν χρεώνας, κι έτσι ξεφύγαμε μέσα από μια πρεσομοίωση καρτούνελ. Ένας κύκλος που οδήγησε στον προορισμό μας.

Μέρα 4, μέρος 0, ο μη-προορισμός: Το Τοτέμενος. Ένα πολύ γλυκό κουταβαμβάκι στην είσοδο για να σκουπίζει κανείς το ανδρογόνο υδρόγυνο, αν στάζει από την κούραση. Παρανοϊκοραμική θέα. Παραγκωνίσαμε τον βοηθομάτη οδηγό-πυρσοκρατητή χλευάζοντας την οπτικοακουστική φυσαρμοδιότητά του. Εντός του Τοτεμένους, πέτρινοι εγκεφαλέφαντες και λαμαρινόκεροι. Το άγγιγμα του Μηδαμυνόταυρου φανέρωσε το χρυσό λαβύρινθο που οδηγούσε στη σκοτεινή βιβλιοθήκη που φωτίστηκε από τον αναβοσβήσονα και περιείχε τον κώδικα του μεσαιωνικού ιπποσυνειδήτου που η ανάγνωσή του άνοιγε το προσβασυνείδητο που χάριζε το χάρισμα του αγγίγματος του Μηδαμυνόταυρου. Ο προορισμός μας ήταν ένας κύκλος που οδήγησε έναν κύκλο που δεν περιείχε τον προορισμό μας, το μυθνικό μας Εβερστγέτι. Ο μύθος του έθνους ήταν μια κορυφή που δεν έστεκε. Εγγυώμ Σάντιμπελ ξεγελνάει, όπως κάθε ανιμάντρα. Η μόνη κορυφή αποτελούσε μέρος κύκλου. Άπειρες κορυφές στη βάση του Πυραμηδαμυνόταυρου. Η φαυλόπορτα που βγάζει πάντα στο ίδιο δωμαίτιο και δωμαιτιατό μάς τυλιξετύλιξε σε μια ανατολή ηλίου του Χαϊντεγκερεκαβητού μια μέρα πριν τα μεγάλα Ντεσαντουρνάλια, όταν το θερμό υπερμετρόμετρο κόντευε να σπάσει. Ξεβρασθείσα κιβωτός του Τιτανικώε με είκοσι χιλιάδες ζεύγη πάτω από τη θάλασσα [είκοσι χιλιάδες παράλληλες εκδοχές μας].

Μέρα 5, επιστροφή: Η επιστροφή μας έφερε απταλωνιαστασαλονικιώτικες ο.α.σ.θ.ένειες. Την πρωκτοκαθυγρία κατείχε ο φόβος πως θα γινόμασταν μπουρμπουληθρομετανάστες στην τσιμα-τσιμαντούπολή μας. Ξανάδαμε νοικοκυρομαχίες που επιβεβίωσαν την υπόσχεση πως θ' ακραδανταμωθούμε με φράσεις όπως “έχω κάνει ανεπαρκέ, ό,τι γυαλίζει γλιστράει”. Οι περιθάλπουσες νοσοκόρες των νοικοκυρωμαλαίων αντιπάλων που έπεφταν στις δικές τους παγίδες σταδιακά πίστευαν πως αναπόφευκτα γίνονταν ωγραίες χρησιμοποιώντας αποτριχοπτωτικά κουπόνια. Αυτό που στην πόλη που είχαμε αφήσει μπρος-πίσω ήταν για μάς “φωτεινός σηματοδότης” ήταν γι' αυτές “σκοτεινός βηματοδότης”. Ένα διαιωνισιακό πάθος στο κλιμακτηριοστάσιο. Μπροσμαρσιππόκαμπος, προστάτης των καρδιοχτυποδημάτων του Χταποδιονύσου. Για όλους αυτούς τους λόγους και τα παίγνια, και πάλι θα ταξιδέψουμε για να κρίνουμε κομπιναιζώντες με νεκρούστα, ρακεμαννεκένδυτους. Για να εγκαυμιδρύσουμε εκ νέου το ζενυδρείο. Για να κουβαλήσουμε τα σουβμενίρ μας. Για να ξαναφτάσουμε σπίτι και να ξαναπιούμε ακούγοντας μουσική [Τζίνι ιν ε μπιτλ. Τζόνι ιν ε μποτλ. Ντέιβιντ Αξελροντξολότλ]. Για τώρα θα κοιμηθούμε με ανοιχτή την πορτατύφλωση, στο προφανέσπερο, λαμπατέρμονο φωσκότος της γλώσσας της Παναντόλτς Εβίτα Γάμα.

Επίλογος: Έτσι τελείωσε άλλη μια σελίδα του καθυποταξιδιωτικού εφεξημερολογίου με τη χρίση πανεύκαμπτων αφρολέξεων. Διαβάζοντάς την ανάποδα γίνεται ένα κηδικοποιημένο χαρμνημόσυνο μήνυμα διαθηκοθήρων της λεξιπλάστιγγας και του γραφίμωτρου. Η ζωή [αλλιώς: τα Τυχαιωόνια Αυγοστιγμών] πάλλεται ανάμεσα σε δύο πόλους: (1) περνά από μεταβατικά στάδια, και (2) αποτελεί συνεχή σταδιακή μετάβαση.

Αναφορές: Μου διεφυγεφυρώθηκε μια κλεπτομέρεια: οι τηλελεμφαδένες της βιβλιογραφειοκρατίας. Μα αυτό είναι ένα ακαδημλαϊκό άρθρο, δε θέλει τέτοια.